συμμόρφωση — η το να συμμορφώσουμε κάτι: Η συμμόρφωση των μαθητών προς τον κανονισμό του σχολείου είναι από τις βασικές τους υποχρεώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… … Dictionary of Greek
ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… … Dictionary of Greek
ακολούθηση — η (Α ἀκολούθησις) [ἀκολουθῶ] 1. εξακολούθηση, συνέχεια 2. επακολούθημα, συμπέρασμα αρχ. υπακοή, συμμόρφωση … Dictionary of Greek
αμετάστατος — η, ο (Α ἀμετάστατος, ον) [μεθίστημι] αυτός που δεν μετατέθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί, αμετάθετος, αναλλοίωτος, αμετάβλητος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν εξαλείψει, να τόν εξαφανίσει 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμετάστατον… … Dictionary of Greek
ενάρμοση — η (AM ἐνάρμοσις) εφαρμογή, προσαρμογή, συμμόρφωση νεοελλ. μελωδική σύνθεση, εναρμόνιση αρχ. εύρυθμη σύνθεση, εναρμογή … Dictionary of Greek
εξορθολογισμός — ο 1. η πράξη, η διαδικασία ή το αποτέλεσμα τής εκλογίκευσης 2. εξήγηση ή ρύθμιση σε συμμόρφωση προς τον λόγο, την αιτία, ή προς τις αρχές τής λογικής … Dictionary of Greek
θεογνωσία — η (AM θεογνωσία) η γνώση τών εντολών τού θεού και η συμμόρφωση σ αυτές νεοελλ. η ορθοφροσύνη, η σύνεση μσν. η πίστη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γνωσία (< γνώσις), πρβλ. α γνωσία δυσ γνωσία] … Dictionary of Greek
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… … Dictionary of Greek